Κρικ

Κρικ
(Creek). Φυλή αυτοχθόνων της Αμερικής, της γλωσσικής οικογένειας μάσκογκι, που είχε αναπτύξει μία από τις πιο εξελιγμένες γεωργικές κοινωνίες της Βόρειας Αμερικής κατά τη διάρκεια του 18ου αι. Ήταν κυρίαρχη ομάδα σε μια ομοσπονδία που αριθμούσε περίπου 30.000 άτομα και καταλάμβανε μεγάλο τμήμα των σημερινών πολιτειών Αλαμπάμα και Τζόρτζια (Γεωργία). Οι Κ. διοικούνταν από συμβούλιο γερόντων, υπό την ηγεσία αιρετού αρχηγού. Ο πολιτισμός τους συσχετίζεται, από τους Αμερικανούς μελετητές, με τον πολιτισμό των τύμβων. Πράγματι, στο κέντρο των χωριών, τα οποία βρίσκονταν συνήθως κοντά σε ποτάμια ή ρυάκια (αγγλ. creeks, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία που τους έδωσαν οι Ευρωπαίοι έμποροι), υπήρχε ένα είδος αναχώματος, πάνω στο οποίο βρισκόταν μία κατασκευή που χρησίμευε ως τόπος λατρείας και συγκέντρωσης. Η κοινωνική διάρθρωσή τους ήταν πατριαρχική, αλλά η κληρονομιά μεταβιβαζόταν μέσω της μητρικής γραμμής και η γυναίκα απολάμβανε διάφορα προνόμια. Λάτρευαν γεωργικές θεότητες, προς τιμήν των οποίων διεξήγαν διάφορες τελετουργίες, η σπουδαιότερη από τις οποίες ονομαζόταν puskita και συνέπιπτε με την έναρξη των γεωργικών εργασιών. Επίσης, γνώριζαν την υφαντική, κατεργάζονταν δέρματα δίνοντάς τους ζωηρά χρώματα και κατασκεύαζαν αξιόλογα κεραμικά. Ως φιλοπόλεμος λαός, οι Κ. έρχονταν συχνά σε σύγκρουση με τους γειτονικούς πληθυσμούς (Ιροκέζους, Σιου, Αλγκονκίνους). Οι αιχμάλωτοι, αν και διατηρούσαν ορισμένα δικαιώματα, υποχρεώνονταν στις πιο βαριές δουλειές και επιβίωναν ως δούλοι. Οι Κ. διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τους Άγγλους αποίκους, οι οποίοι τους είχαν ζητήσει τη σύναψη συμμαχίας μαζί τους κατά τον πόλεμο της αμερικανικής Ανεξαρτησίας. Το 1790 υπέγραψαν μια συνθήκη ειρήνης με τις ΗΠΑ. Αργότερα, ωστόσο, αντιστάθηκαν με πείσμα στην αποικιακή επέκταση των Αμερικανών αποίκων και στην αναγκαστική πώληση των εδαφών τους. Με την ενθάρρυνση των Βρετανών, επί δύο χρόνια (1813-14) αντιστάθηκαν με τα όπλα κατά του στρατού των ΗΠΑ. Όμως, σε μια σύντομη αλλά αιματηρή επιχείρηση ηττήθηκαν από τον στρατηγό Άντριου Τζάκσον και υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν μεγάλο μέρος των εδαφών τους. Το 1828 πούλησαν όλα τα εναπομείναντα εδάφη τους και συμφώνησαν να μεταναστεύσουν πέρα από τον ποταμό Μισισιπή, σε ινδιάνικο έδαφος (Indian Territory, όπως ονόμασαν οι άποικοι την περιοχή η οποία προοριζόταν για τους αυτόχθονες της Αμερικής), στη μετέπειτα Οκλαχόμα. Λίγοι μόνο έμειναν πίσω. Στην Οκλαχόμα, οι Κ. ήταν μία από τις λεγόμενες Πέντε Πολιτισμένες Φυλές (οι άλλες τέσσερις ήταν οι Τσερόκι, οι Σέμινοουλ, οι Τσόκταου και οι Τσίκασοου), επειδή εγκαθίδρυσαν ένα σύστημα διακυβέρνησης παρόμοιο με αυτό των πολιτειών της Αμερικής. Το 1990 ο πληθυσμός των Κ. υπολογιζόταν σε 45.000, οι περισσότεροι από τους οποίους διέμεναν στην Οκλαχόμα. Νεαρός Κρικ, σε σκίτσο του Τζον Τράμπουλ, με την ευκαιρία μιας επίσκεψης ιθαγενών Κρικ στον Τζορτζ Ουάσινγκτον, το 1790, με αίτημα την παροχή προνομίων από την αμερικανική κυβέρνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κρικ, Φράνσις Χάρι Κόμπτον — (Francis Harry Compton Crick, Νορθάμπτον 1916 –). Άγγλος χημικός, ειδικευμένος στη μοριακή βιολογία. Μόλις αποφοίτησε από το πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (1937), εργάστηκε στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Προσδιόρισε τη δομή του… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Γιούκον — (Yukon). Τοπωνύμια του Καναδά. 1. Διοικητική διαίρεση (536.324 τ. χλμ., 28.700 κάτ. το 2002) του βορειοδυτικού Καναδά, που συνορεύει στα Δ με την Αλάσκα, Ν από τη Βρετανική Κολομβία και Α με τη Βορειοδυτική Περιοχή, ενώ Β βρέχεται από τη θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλκινς, Μόρις Χιου Φρέντρικ — (Maurice Hugh Frederick Wilkins, Νέα Ζηλανδία 1916 –).Άγγλος βιοφυσικός. Έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ το 1940. Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου εργάστηκε στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια ως μέλος… …   Dictionary of Greek

  • δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Ιντιανάπολις — (Indianapolis). Πόλη (791.926 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, πρωτεύουσα της πολιτείας Ιντιάνα (βλ. λ.) και έδρα της κομητείας Μάριον. Ιδρύθηκε το 1819 στην κεντρική Ιντιάνα, σε μία πεδινή περιοχή που περιβάλλεται από χαμηλούς λόφους, στον δυτικό βραχίονα …   Dictionary of Greek

  • Κέιμαν, νησιά — Νησιά (συνολική έκταση 262 τ. χλμ., 36.273 κάτ. το 2002) της Καραϊβικής θάλασσας στην Κεντρική Αμερική, που αποτελούν βρετανική κτήση. Περιλαμβάνουν τα νησιά Μεγάλο Κ., Κ. Μπρακ και Μικρό Κ. Πρωτεύουσα των ν.Κ. είναι η Τζόρτζταουν (Georgetown), η …   Dictionary of Greek

  • Λίνκολν — I (Lincoln). Πόλη (85.616 κάτ. το 2001) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της κομητείας Λινκολνσάιρ (Lincolnshire, 5.921 τ. χλμ., 634.300 κάτ.). Το παλαιότερο τμήμα της εκτείνεται ακανόνιστα στις πλαγιές λόφου και οι δρόμοι του είναι τόσο απότομοι που δεν… …   Dictionary of Greek

  • Λίνκολν, Άμπραχαμ — (Abraham Lincoln, Χότζενσβιλ, Κεντάκι 1809 – Ουάσινγκτον 1865). Αμερικανός νομικός και πολιτικός, ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1861 65). Ο πατέρας του ήταν πιονέρος αγρότης, ο οποίος ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”